Πιστεύω βαθιά μέσα μου πως είναι ασέβεια απέναντι στους βλάχους προγόνους μας να αφήσουμε τη γλώσσα μας να χαθεί: “S’ alâsâmŭ limba armâneascâ sî chearâ”.
Εκείνοι την κράτησαν ζωντανή επί δύο και πάνω χιλιάδες χρόνια, και μάλιστα χωρίς να καταγραφεί, μόνο προφορικά: “Fârâ s’ u yrâmseascâ, goalâ cu zborlu”.
Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η γλώσσα μας δεν ομιλείται στις βλάχικες οικογένειες εκτός από σπάνιες περιπτώσεις. Η γενιά μου, μάλλον, είναι η τελευταία που μιλάει βλάχικα. Όλο αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Έπρεπε κάτι να κάνω, να ασχοληθώ σοβαρά με την καταγραφή και τη διδασκαλία της βλάχικης γλώσσας. Περίμενα την ευκαιρία και την ηθική στήριξη από κάποιον ή κάποιους.
Και η ευκαιρία ήρθε. Κάποιο καλοκαίρι στο Ντένισκο (Αετομηλίτσα) με πλησιάζει ο κουμπάρος μου, Θεόδωρος Νιτσιάκος -πετυχημένος επιχειρηματίας, βλάχος από μάνα και πατέρα, άνθρωπος που μιλάει τη βλάχικη γλώσσα από τα σπάργανα, απλός, λαϊκός, υπέρμαχος και θιασώτης της άποψης ότι κάτι πρέπει να γίνει, ώστε να σωθεί η γλώσσα μας- και μου λέει:
«Θωμά, λέμε να ασχοληθούμε με τη διδασκαλία της βλάχικης γλώσσας. Τι γνώμη έχεις;».
Η απάντησή μου ήταν: «Προχωράμε! Είμαι στο πλευρό σου».
Έτσι, με την ηθική και οικονομική στήριξη του Θεόδωρου αρχίσαμε αμέσως τη διδασκαλία..